Παρασκευή 20 Απριλίου 2007

ιστορείν...

Μιλάει ο Κωνσταντίνος

H Αποστασία και οι σχέσεις του με τον K. Καραμανλή, τον Γ. Παπανδρέου και τον K. Μητσοτάκη


ΑΛ. ΠΑΠΑΧΕΛΑς

«Το Βήμα» στο πλαίσιο της έρευνας για τα γεγονότα του 1965 δημοσιεύει από σήμερα τις απαντήσεις που έδωσε ο τέως βασιλεύς Κωνσταντίνος. H συνέντευξη του τέως βασιλέως, λόγω της μεγάλης εκτάσεώς της, θα δημοσιευθεί σε συνέχειες από την ερχόμενη Τρίτη. Σήμερα ο συντάκτης του «Βήματος» κ. Αλ. Παπαχελάς παρουσιάζει ορισμένα από τα κυριότερα σημεία της συνεντεύξεώς του με τον Τέως.



Οποιος ενδιαφέρεται έστω και ελάχιστα για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και γνωρίσει τον πρώην βασιλέα Κωνσταντίνο, αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα ότι πρόκειται για άνθρωπο τον οποίο βασανίζουν ακόμη ερωτήματα για τις κρίσιμες αποφάσεις που πήρε πριν από 40 και κάτι χρόνια και οι οποίες σφράγισαν την πορεία του τόπου, αλλά και τη δική του μοίρα. Την πρώτη φορά που τον γνώρισε ο γράφων, πριν από μερικά χρόνια, ήταν σαφές πως συνέχιζε να αναζητεί τις απαντήσεις σε τρία κρίσιμα ερωτήματα: πώς μπορούσε να είχε αποφύγει τη σύγκρουση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το Παλάτι το 1963 και τη φοβερή σύγκρουση με τους Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1965 και, τέλος, πώς θα μπορούσε να είχε χειριστεί τη νύχτα της 21ης Απριλίου του 1967 και την επωδό της. Ο Κωνσταντίνος είναι εξαιρετικός όταν διηγείται περιστατικά από την περίοδο εκείνη. Στο σπίτι του στο Hampstead του Λονδίνου καθόταν σε μια πολυθρόνα παρακολουθώντας με μανία τα ελληνικά κανάλια για να μάθει τις τελευταίες ειδήσεις και, ταυτόχρονα, άρχισε ξαφνικά να διηγείται τι συνέβη όταν πρωτογνώρισε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στο όρος Σινά.

H μνήμη του είναι δυνατή - μπορεί εύκολα να θυμηθεί μικρά συμβάντα που εκτυλίχθηκαν πριν από μισό αιώνα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο είναι και - υποσυνείδητα ή εσκεμμένα - επιλεκτική. Γεγονός είναι πως για πρώτη φορά ανοίγει τα χαρτιά του για κάθε σημαντική πτυχή της ταραγμένης ελληνικής δημοκρατίας της περιόδου 1955-74. H συνέντευξη αυτή απαιτεί δύο και τρεις αναγνώσεις σε ορισμένα σημεία. Και αυτό γιατί στην τρίτη ανάγνωση προκύπτει πάντοτε ένα εύλογο ερώτημα: Μα πώς δεν ήξερε τι συνέβαινε στο παρασκήνιο; Και αν δεν ήξερε, μήπως υπήρχαν στενοί συνεργάτες του, όπως π.χ. ο Μιχαήλ Αρναούτης, που έπαιζαν τα δικά τους παιχνίδια εν αγνοία του; H ευθύνη ασφαλώς ανήκει μόνο σε εκείνον, αλλά για όσους ψάχνουν την ιστορία με μανία, οι απαντήσεις αυτές έχουν τη σημασία τους. Το συμπέρασμα πάντως παραμένει πως ο Κωνσταντίνος κρύβει ακόμη πράγματα, είτε γιατί δεν θέλει να εκθέσει συνεργάτες του είτε για να μην «ενοχοποιήσει» περαιτέρω την υστεροφημία του.

Ο Κωνσταντίνος στη συνέντευξή του μιλάει ανοιχτά για τις σχέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το Παλάτι, από την επιλογή του ως πρωθυπουργού το 1955 ως την αυτεξορία του στη Γαλλία το 1963 αλλά και ως τη Μεταπολίτευση. «Ο πατέρας μου, η μητέρα μου και πολύς κόσμος θεωρούσαν ότι ο Καραμανλής, τότε ηλικίας 47 χρόνων, ήταν ο πολιτικός που θα μπορούσε να σχηματίσει μια ισχυρή κυβέρνηση και να οδηγήσει τον τόπο σε μία νέα πορεία» αναφέρει εξηγώντας την επιλογή των Ανακτόρων μετά τον θάνατο του Στρατάρχη Παπάγου, η οποία αιφνιδίασε τότε τον πολιτικό κόσμο.

Περιγράφει την κρίση του 1963, όταν ο Καραμανλής συγκρούστηκε με τον βασιλέα Παύλο αλλά και τη Φρειδερίκη με αφορμή το επίσημο ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο. Για πολλούς ιστορικούς η σύγκρουση εκείνη ήταν καταλυτική και αποτελεί ουσιαστικά την απαρχή της παρατεταμένης αστάθειας που οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ο Κωνσταντίνος διηγείται για πρώτη φορά πώς αντέδρασε ο πατέρας του όταν έμαθε την πρόθεση του Καραμανλή να αναχωρήσει για το Παρίσι: «Θυμάμαι πως μόλις το πληροφορηθήκαμε μου έδωσε εντολή ο πατέρας μου να πάρω το αυτοκίνητο και να τρέξω στο αεροδρόμιο για να προσπαθήσω να αποτρέψω την αναχώρηση του Καραμανλή. Δυστυχώς δεν πρόλαβα, αλλά δεν πιστεύω πως θα τον απέτρεπα».

Ο Παύλος είχε προφανώς καταλάβει τη σημασία της αποχώρησης του Καραμανλή γιατί, όπως διηγείται ο Κωνσταντίνος: «Οταν ο πατέρας μου ήταν άρρωστος και τον πήγαν στον "Ευαγγελισμό", στα τέλη του 1963, για να κάνει ακτινογραφίες, θυμάμαι πως μια μέρα, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, γυρίζει και με ρωτά: Δεν μου λες, εσύ γιατί νομίζεις ότι παραιτήθηκε ο Καραμανλής;». Ο Κωνσταντίνος έχει τη δική του ερμηνεία, καθώς πιστεύει ότι ο αρχηγός της EPE ήξερε πως τελείωνε πολιτικά και προτίμησε να ρίξει την ευθύνη στο Παλάτι βρίσκοντας μια δικαιολογία να εγκαταλείψει τον στίβο της πολιτικής.

Επιπλέον αναφέρεται στην περίοδο της διακυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου περιγράφοντας μια ειδυλλιακή σχέση με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Αποκαλύπτει μάλιστα πως σε μια κοινωνική βραδιά στο παλάτι εκμυστηρεύθηκε στον «Γέρο» τις ανησυχίες του για μια ενδεχόμενη σύγκρουσή τους και εκείνος του απάντησε: «Ακουσε, Βασιλεύ. H διαφωνία Βασιλέως και Δεξιάς δεν είναι παρά μία οικογενειακή υπόθεση. Διαφωνία Βασιλέως και Δημοκρατικής Παρατάξεως είναι τραγωδία του Εθνους».





O Κωνσταντίνος Καραμανλής συνομιλεί με τον τότε βασιλέα Παύλο, παρακολουθούμενοι από τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Η ημέρα που ο Καραμανλής θα τα βροντήξει και θα αυτοεξοριστεί δεν ήταν μακριά....


H τραγωδία, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν άργησε να έλθει. Ο Κωνσταντίνος εξηγεί πως δεχόταν πιέσεις από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες της εποχής για να αντιπαρατεθεί με τον Παπανδρέου. Για πρώτη φορά αποκαλύπτει όμως πως ο άνθρωπος που προκάλεσε την τελική κρίση ήταν ο στρατηγός Γρίβας, ο πρώην αρχηγός της ΕΟΚΑ, ο οποίος του έστελνε απόρρητα ενημερωτικά σημειώματα με τα οποία υποστήριζε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δημιουργήσει τη στρατιωτική μυστική οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ.

Ο τέως Βασιλεύς αποκαλύπτει επίσης για πρώτη φορά έναν από τους συντάκτες των περιώνυμων βασιλικών επιστολών, τις οποίες ο ίδιος έστειλε στον πρωθυπουργό Παπανδρέου προτού παραιτηθεί. Οι ιστορικοί αναζητούν χρόνια να βρουν την απάντηση και ο Κωνσταντίνος παραδέχεται πως ένας από τους συντάκτες ήταν ο Πάνος Κόκκας, τότε εκδότης της εφημερίδας «Ελευθερία» και ένας από τους στενότερους φίλους και συμμάχους του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Και εδώ ασφαλώς προκύπτει πλέον το ερώτημα: Μπορεί να γνώριζε ο Κόκκας και όχι ο Μητσοτάκης την εξυφαινομένη συνωμοσία; Στη συνέχεια διηγείται πώς κατέληξε ο ιστορικός διάλογος που είχε με τον Παπανδρέου πίσω από τις κλειστές πόρτες του γραφείου του στην Ηρώδου Αττικού, στις 15 Ιουλίου 1965:

«- Κύριε Πρωθυπουργέ, γιατί δεν κάνουμε κάτι άλλο...

- Τι άλλο μπορεί να γίνει;

- Προτείνω να μεταφερθεί η διαδικασία της ανακρίσεως στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Αν το δεχθείτε, θα υπογράψω αμέσως το σχετικό διάταγμα για να αναλάβετε το υπουργείο Εθνικής Αμύνης.

Ο πρωθυπουργός φάνηκε πολύ αμήχανος, αλλά, δυστυχώς, δεν δέχθηκε την πρότασή μου, υπέβαλε την παραίτησή του και φεύγοντας κοντοστάθηκε στην πόρτα, και μου είπε:

- Εχω την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το δικαίωμα να ζητήσω τη διεξαγωγή εκλογών. Αλλά δεν το ζητώ.

Οπότε του λέω:

- Είμαι, τότε, κύριε Πρωθυπουργέ, ελεύθερος να κινηθώ όπως νομίζω.

- Αντιλαμβάνομαι απολύτως τι μου λέτε, Μεγαλειότατε».

Ο Κωνσταντίνος μιλάει για τα δικά του λάθη εκείνη την περίοδο: «Δεν γνωρίζω γιατί έγιναν όλα αυτά, νομίζω όμως ότι είχα σωστά προβλέψει πως κάποιοι επεδίωκαν να συγκρουστώ με τον Γ. Παπανδρέου. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Πρέπει όμως να σας ομολογήσω ότι διέπραξα λάθη. Πρώτον: Δεν έπρεπε ποτέ να είχα απευθύνει στον πρωθυπουργό εκείνες τις επιστολές. Δεύτερον: Δεν έπρεπε ποτέ να εμπλακώ τόσο γρήγορα σε διαφωνία με τον Γ. Παπανδρέου. Τρίτον: Επρεπε να καταβάλω μεγαλύτερες προσπάθειες για να τον πείσω να μην παραιτηθεί».

Ο Κωνσταντίνος ομολογεί πως ως σήμερα δεν έχει καταλάβει γιατί ο Παπανδρέου δεν του ζήτησε ούτε τότε αλλά ούτε και λίγο αργότερα να προχωρήσει σε εκλογές, γεγονός που ήταν υποχρεωμένος να δεχθεί και σχεδόν βέβαιο πως θα κέρδιζε η EK.

Στο ουσιώδες ερώτημα κατά πόσο γνώριζε για τη δωροδοκία βουλευτών της EK προκειμένου να ψηφίσουν την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, ο Κωνσταντίνος αρνείται ότι ο ίδιος είχε δώσει κάποια σχετική εντολή, αλλά προσθέτει με νόημα: «Δεν είχα απολύτως καμία ανάμειξη σε αυτό το ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τους θεσμούς παρασκήνιο». Οταν επιμένουμε: «Υπάρχει περίπτωση κάποιος δικός σας άνθρωπος να έκανε κάτι;» εκείνος απαντά: «Δεν έχω ερευνήσει το θέμα αυτό. Δεν είχα ρωτήσει ποτέ τους Αρναούτη, Χοϊδά και Παπανικολάου αν είχανε επιχειρήσει να εξαγοράσουν βουλευτές. Δεν αμφιβάλλω όμως ότι θα μίλησαν σε κάποιους βουλευτές προκειμένου να τους πείσουν να στηρίξουν τις κυβερνήσεις Νόβα, Τσιριμώκου και Στεφανόπουλου».

Και σε αυτό το σημείο ανακύπτει ένα ζήτημα που αφορά το πόσο διαφορετική είναι η δική του διήγηση από το περιεχόμενο των απορρήτων αμερικανικών εγγράφων της εποχής εκείνης. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος υποστηρίζει ότι τον είχε ενοχλήσει βαθύτατα ο επικεφαλής της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα Νόρμπερτ Ανσουτζ γιατί ανακατευόταν πολύ στα εσωτερικά της χώρας και προέτρεπε βουλευτές να μην ψηφίσουν τον Στεφανόπουλο. Τα επίσημα αρχεία των ΗΠΑ δείχνουν τον Ανσουτζ να έχει υπογράψει αίτημα της πρεσβείας, ύστερα από κρούση των Ανακτόρων, να ξεκινήσει μυστική επιχείρηση της CIA για την εξασφάλιση των απαραίτητων ψήφων βουλευτών για την κυβέρνηση Στεφανόπουλου.

Εν πάση περιπτώσει ο Κωνσταντίνος διηγείται, για πρώτη φορά, πώς συνάντησε μυστικά τον Γεώργιο Παπανδρέου σε μια ερημική τοποθεσία λίγους μήνες μετά τα γεγονότα της Αποστασίας.

Μία ακόμη τοποθέτησή του που θα προκαλέσει αντιδράσεις είναι όσα περιγράφει για τη μυστική αποστολή του στενού του συνεργάτη Δημητρίου Μπίτσιου στο Παρίσι, το 1966, για να πείσει τον Καραμανλή να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική. Κατά τον τέως Βασιλέα ο Μπίτσιος του είπε: «Ο Καραμανλής μού τόνισε ότι προϋπόθεση για να επιστρέψει στην Ελλάδα είναι να κηρύξετε τον στρατιωτικό νόμο, ως έχετε δικαίωμα σύμφωνα με το Σύνταγμα». Ο Κωνσταντίνος ισχυρίζεται όμως ότι και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός της EPE και πρωθυπουργός όταν έγινε το πραξικόπημα, «μου είχε δύο φορές εισηγηθεί να κηρύξω τον στρατιωτικό νόμο. Μία φορά επί κυβερνήσεως Στεφανόπουλου και μία όταν ήταν πρωθυπουργός, το 1967, πριν το πραξικόπημα».

Και σε αυτό το σημείο, αν δηλαδή το Παλάτι είχε δώσει εντολή για τη διεξαγωγή ενός «θεσμικού» πραξικοπήματος ή, όπως απεκαλείτο τότε, μιας «συνταγματικής εκτροπής», η διήγηση του Κωνσταντίνου έρχεται σε αντίθεση με τα αμερικανικά αρχεία αλλά και διηγήσεις άλλων ιστορικών πρωταγωνιστών. Τα αρχεία εμφανίζουν π.χ. τον Μπίτσιο να ζητεί από τον τότε σταθμάρχη της CIA Τζακ Μόρι το «πράσινο φως» για μια βασιλική «εκτροπή», ενώ ο ένας από τους τρεις δικτάτορες, ο Νικόλαος Μακαρέζος, έχει διηγηθεί στον γράφοντα ότι ο Αρναούτης ήταν απολύτως ενήμερος για την ανανέωση του σχεδίου «Προμηθεύς» το οποίο εφαρμόστηκε την 21η Απριλίου.

Ο Κωνσταντίνος περιγράφει με λεπτομέρειες τι συνέβη τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 αρχικά στο Τατόι, όπου τον επισκέφθηκαν οι Παπαδόπουλος, Παττακός και Μακαρέζος, και εν συνεχεία στο Πεντάγωνο, όπου αντελήφθη ότι είχε χάσει πλήρως τον έλεγχο της κατάστασης. Εν συνεχεία διηγείται την επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο, τον Σεπτέμβριο του 1967, και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Τζόνσον. Ο τέως Βασιλεύς αποκαλύπτει μάλιστα πως ο Τζόνσον του έστειλε ύστερα από λίγο καιρό έναν ειδικό ασύρματο με τον οποίο μπορούσε να επικοινωνεί απευθείας με τον Λευκό Οίκο. Εχει ενδιαφέρον άλλωστε το πώς ο Κωνσταντίνος πληροφορείται, και λόγω των αμερικανικών αρχείων, ότι ένας αμερικανός αξιωματικός με τον οποίο είχε συνδεθεί στενά από τη δεκαετία του 1950 και με τον οποίο έπαιζε συχνά σκουός και του μιλούσε ανοιχτά, δεν ήταν ένας «απλός» αξιωματικός αλλά ο βασικός άνθρωπος που είχε τοποθετήσει η CIA δίπλα του.

Ο Κωνσταντίνος διηγείται ακόμη την τραγική εξέλιξη του αντικινήματος της 13ης Δεκεμβρίου 1967 και τη μακρά περίοδο εξορίας, αρχικά στη Ρώμη και κατόπιν στο Λονδίνο. Για πρώτη φορά αποκαλύπτει πως ο ίδιος, αλλά και ο Καραμανλής μέσω αυτού, είχε ενημερωθεί από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για την επιστολή του προς τη χούντα των Αθηνών τον Ιούλιο του 1974, με την οποία ζητούσε την απομάκρυνση των ελλήνων αξιωματικών από την Κύπρο. Αυτή είναι η επιστολή που πυροδότησε την οριστική ρήξη στις σχέσεις Μακαρίου - Ιωαννίδη και την ανατροπή του προέδρου της Κύπρου.

Ο τέως Βασιλεύς διηγείται τέλος την τελευταία του συνομιλία με τον Καραμανλή λίγο προτού εκείνος επιστρέψει στην Ελλάδα στις 23 Ιουλίου 1974: «Ολη μέρα χτύπαγαν τα τηλέφωνα. Κάποια στιγμή μου λέει η τηλεφωνήτρια ότι με ζητά ο President of Paris. Λέω κάποιος δημοσιογράφος μου κάνει πλάκα. H γυναίκα μου λέει ότι ο Καραμανλής είναι ο πρόεδρος από το Παρίσι. Σηκώνω αμέσως το τηλέφωνο και όντως ήταν ο Καραμανλής. Ποτέ δεν είχα ακούσει τον πρόεδρο έτσι. Ηταν έξαλλος από την αγωνία του και φώναζε: Μεγαλειότατε, τι να κάνω; Αυτή τη στιγμή με πήρε ο Γκιζίκης και μου λέει να γυρίσω πίσω. Εκείνη το στιγμή το ένστικτό μου μου έλεγε ότι δεν πάνε καλά τα πράγματα. Αλλά μπαίνει η λογική και του λέω ότι αν μπορώ να δώσω μια συμβουλή είναι: Μπείτε στο πρώτο αεροπλάνο και φύγετε. Καλά, καλά, θα το σκεφτώ, μου λέει.

Μετά απ' αυτό το τηλεφώνημα, παίρνω αμέσως τη βασίλισσα της Αγγλίας, μίλησα στον πρωθυπουργό και του είπα: Μίλησα με τον κ. Καραμανλή και έγινε αυτό κι αυτό. Μου έδωσε ραντεβού να τον συναντήσω. Ενημερώνω αργότερα τον Καραμανλή, ο οποίος ήταν τελείως αλλαγμένος και υπό έλεγχο, και του είπα ότι έχω ραντεβού με τον πρωθυπουργό της Αγγλίας. Επειδή είμαι σίγουρος ότι θα γυρίσετε στην Ελλάδα σε μερικές ώρες και θα αναλάβετε την ευθύνη του τόπου, δεν έχω διάθεση να προβώ σε καμία ενέργεια η οποία θα μηδένιζε κάποια προσπάθεια. Ο κ. Καραμανλής ήταν ευγενέστατος και με συνεκίνησε λέγοντάς μου: Ακούστε, όλες οι κινήσεις που κάνατε τα τελευταία χρόνια με βρήκαν σύμφωνο.

Λέω, κύριε πρόεδρε, το έργο που θα αναλάβετε είναι πάρα πολύ δύσκολο και εγώ θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν, στις δυνάμεις μου, να σας βοηθήσω. Μου λέει, θα ήθελα να σας πω κάτι. Λέω, τι θέλετε, κύριε πρόεδρε; Μου λέει, εγώ δεν έχω θέσει θέμα θεσμού, διότι δεν θέλω να κόψω τις σχέσεις πριν φθάσω κάπου. Μόλις φθάσω, θα το θέσω το θέμα αμέσως και θα σας παρακαλέσω να είστε έτοιμος να κατέβετε αμέσως, για να μπορέσω αμέσως να ορκιστώ. Του λέω, κύριε πρόεδρε, κοιτάξτε να δείτε, αυτή τη στιγμή αυτό που πρωτεύει απ' όλα είναι να φύγει η χούντα απ' τη μέση. Εγώ θα κάνω ό,τι μου είναι δυνατόν να σας βοηθήσω. Δεν υπάρχει περίπτωση Ελληνας να κοιμάται αυτή τη στιγμή. Βεβαίως θα είμαι έτοιμος να γυρίσω ανά πάσα στιγμή. Ο Θεός μαζί σας. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Γεια σας, γεια σας».

Ο Καραμανλής δεν τηλεφώνησε ποτέ ξανά στον Κωνσταντίνο.

Από τα παραπάνω είναι σαφές πως ο τέως βασιλεύς μιλάει σε αυτή τη συνέντευξη για όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σφράγισαν τη βασιλεία του. Είναι εύλογο, ίσως, να μην μπορεί να παραδεχθεί ακόμη δημόσια ότι υπήρξαν συνεργάτες του που έπαιζαν τα δικά τους «παιχνίδια». Μπορεί ακόμη να μη θέλει να δημοσιοποιήσει ποιος ή ποιοι πολιτικοί τον παρέσυραν πριν από τις 15 Ιουλίου 1965 διαβεβαιώνοντάς τον ότι «120 βουλευτές της EK είναι μαζί μας και θα ψηφίσουν όποια κυβέρνηση τους προτείνετε». Σίγουρα πάντως αυτή η συνέντευξη είναι πιο κοντά στο τι θα απαντούσε ο Κωνσταντίνος αν ένα βράδυ τα παιδιά του του ζητούσαν να εξηγήσει «γιατί έχασε τον θρόνο», είναι δηλαδή η πιο αποκαλυπτική και κατά το δυνατόν ειλικρινής τοποθέτησή του ως τώρα.



Το ΒΗΜΑ, 29/01/2006

1 σχόλιο:

diplomate είπε...

ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΚΛΙΞΜΠΟΥΡΓΚ

Τα «Ιουλιανά» του 2001

Λες και βάλθηκαν να γιορτάσουν την επέτειο των Ιουλιανών του '65 όλα τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Φιλοξενούν σε πολυσέλιδα αφιερώματα τον τέως, του παίρνουν συνεντεύξεις και μένουν εκστατικοί μπροστά στις "αποκαλύψεις" του. Εκείνος, στο μεταξύ, ετοιμάζεται ώστε να "αξιοποιήσει" τα δισ. που θα του επιδικάσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Πυκνώνουν τον τελευταίο μήνα οι δημόσιες εμφανίσεις του Γκλίξμπουργκ στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Εφημερίδες, τηλεοράσεις, περιοδικά, ασχολούνται και πάλι με τον τέως, τις μέρες που οι δύο πλευρές (δηλαδή η ελληνική κυβέρνηση και ο Γκλίξμπουργκ) παραδίδουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τις τελευταίες τους προτάσεις σχετικά με τη λεγόμενη βασιλική περιουσία.

Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η συνέντευξη-ποταμός στο Θανάση Λάλα («Βήμα», 3/6) και η προβολή του ως ενός λαμπρού πλέι-μπόι (περιοδικό «Nitro», Ιούνιος).

Ξενίζει αυτή η προβολή, γιατί μέχρι σήμερα είχαμε συνηθίσει αυτή η προβολή να περιορίζεται σε έντυπα και εκπομπές συντηρητικής πολιτικής κατεύθυνσης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι εκείνοι που θεωρούσαν μέχρι σήμερα δικό τους «προνόμιο» τις καλές σχέσεις με τον Γκλίξμπουργκ, έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν και να χαρακτηρίσουν «συνέντευξη από το ψυγείο» την παρουσία του τέως βασιλιά στο «Βήμα» («Χώρα», 5/6).

Οσμή unfair

Η ουσία είναι ότι όλα αυτά τα δημοσιεύματα -και ανεξάρτητα από τις προθέσεις των συντακτών ή των εμπνευστών τους- αρχίζουν να χτίζουν γύρω από τον Γκλίξμπουργκ ένα νέο μύθο, το μύθο του μετανιωμένου, μετρημένου, αδικημένου και νοσταλγικού βασιλιά («Βήμα»), αλλά και του δυναμικού, όμορφου, προσιτού νέου («Nitro»).

Μέχρι και «λαϊκό παιδί» έφτασε να τον βγάλει το μηνιαίο περιοδικό του κ. Κωστόπουλου: «Η ζωή του διαδόχου κυλούσε έτσι: χαρούμενα, λαϊκά, ανέμελα».

Βέβαια, το ίδιο το ρεπορτάζ μάς είχε δώσει ένα δείγμα του πόσο «λαϊκά» περνούσε ο Κωνσταντίνος: η βασιλική φρουρά απέκλειε όλο τον Υμηττό για τα παράνομα ραντεβού του, και έπειτα από τα πάρτι του κατέβαινε με τρακτέρ στο Κολωνάκι!

Ολα αυτά θα ήταν απλώς για γέλια, αν δεν συνοδεύονταν από μια σιωπηλή υιοθέτηση όλων των επιχειρημάτων του Κωνσταντίνου για το ιστορικό παρελθόν και -κυρίως- για τη σημερινή διαμάχη του με την ελληνική πολιτεία, σχετικά με τη λεγόμενη βασιλική περιουσία.

Ολη η επιχειρηματολογία που στηρίζει την πλευρά Γκλίξμπουργκ στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μεταφέρεται αυτούσια στον ελληνικό τύπο. Παράλληλα, χτίζεται μια νέα αλήθεια για τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στη δικτατορία και η ευθύνη των ανακτόρων εξαφανίζεται.

Ο μόνος τρόπος να αποκατασταθεί η ιστορική πραγματικότητα είναι να συγκριθεί η επιχειρηματολογία του τέως με τα ντοκουμέντα των δύο πλευρών στο ευρωπαϊκό δικαστήριο και με αξιόπιστες μαρτυρίες της εποχής.

1. Περί Παπανδρέου

Ακολουθώντας τη «σχολή Μητσοτάκη», ο Γκλίξμπουργκ αποδίδει σε πεθαμένους ό,τι τον συμφέρει. Μ' αυτό τον τρόπο αποκλείεται να τον διαψεύσει κανείς: Προκειμένου να μειώσει τις ευθύνες του για τα Ιουλιανά του '65, εμφανίζει τον Γ. Παπανδρέου να μην πιστεύει ο ίδιος τον ανένδοτο αγώνα.

* Ο Γκλίξμπουργκ διηγείται στον Λάλα μια συνάντησή τους μετά την κρίση του Ιουλίου και ισχυρίζεται ότι τον ρώτησε για ποιο λόγο είπε από το μπαλκόνι «Ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο; Ο λαός ή ο βασιλιάς;» Υποτίθεται ότι ο Παπανδρέου γέλασε και του είπε:

«Εγώ είμαι πολιτικός και μπορώ αυτά τα πράγματα να τα λέω. Εσείς είστε βασιλιάς, γι' αυτό δεν δύνασθε να μιλάτε». Είναι προφανές για όποιον έχει διαβάσει τις επιστολές που αντάλλαξαν εκείνη την περίοδο οι δυο άντρες ότι αυτός ο διάλογος είναι ανύπαρκτος.

* Ανάλογης σοβαρότητας είναι και ο ισχυρισμός ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν... η αδυναμία της Φρειδερίκης: «Εκείνο που δεν είναι γνωστό είναι ότι η μητέρα μου έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τον Παπανδρέου».

Η πραγματικότητα είναι ότι η πρώτη μεγάλη διάσταση παλατιού-κυβέρνησης ήταν όταν η Φρειδερίκη δυστρόπησε που θα έχανε τη βασιλική χορηγία και διεκδίκησε κάποιας μορφής συνταξιοδότηση.

Τότε (Σεπτέμβριος '64) ήταν η πρώτη φορά που ο Γεώργιος Παπανδρέου απείλησε με παραίτηση.

2. Περί νομιμοποίησης του ΚΚΕ

Το άλλο που υποτίθεται ότι είπε στον Παπανδρέου ο Γκλίξμπουργκ (και τώρα το θυμήθηκε για πρώτη φορά) είναι το ΚΚΕ:

«Του λέω: -Γιατί δεν νομιμοποιούμε το ΚΚΕ. Ο,τι έγινε στο παρελθόν έγινε... Για ποιον λόγο να κρυβόμαστε; Ας δούμε ποιες είναι οι δυνάμεις του τόπου αυτή τη στιγμή και να γίνει μια συμφιλίωση. Μού λέει: -Εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Θα χάσω ψήφους από την Αριστερά». Και σχολιάζει ο Γκλίξμπουργκ: «Αυτή, ξέρετε, ήταν η θέση μου τότε, την οποία είχα όχι μόνο απέναντι στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά απέναντι σε οτιδήποτε διχαστικό για το έθνος εκείνη την εποχή».

Για να ελεγχθεί η αλήθεια των ισχυρισμών του, αρκεί ένα μικρό απόσπασμα από το διάγγελμα του Γκλίξμπουργκ προς τον ελληνικό λαό την Πρωτοχρονιά του 1966:

«Ο κομμουνισμός αποτελεί μίασμα γεννηθέν έξω της Ελλάδος, εμπνεόμενον και κινούμενον έξωθεν. Ηθική του είναι το ψεύδος και η προδοσία. Μολύνει και καθιστά ανύποπτον εχθρόν της πατρίδος πάντα ερχόμενον εις επαφήν με αυτόν, άτομον ή ομάδα, πάντα καλόν Ελληνα μη διαβλέποντα τον κίνδυνον».

3. Περί Παπαδόπουλου

Στη συνέντευξη ο Γκλίξμπουργκ εμφανίζεται να έχει ζητήσει την τιμωρία του Γεωργίου Παπαδόπουλου για τη γνωστή προβοκάτσια με τη ζάχαρη στα μηχανοκίνητα, την οποία είχε βάλει ο ίδιος για να εμφανίσει κομμουνιστικό σαμποτάζ.

* Υποτίθεται ότι ήδη από τότε ο Γκλίξμπουργκ είχε εντοπίσει τον ύποπτο ρόλο του Παπαδόπουλου και είχε εισηγηθεί την απομάκρυνσή του.

Τον διαψεύδει με το Ημερολόγιό του ο ίδιος ο αυλάρχης και στενός του συνεργάτης Λεωνίδας Παπάγος. Ο Γκλίξμπουργκ εμφανίζεται να λέει καλά λόγια για τον Παπαδόπουλο -ως αξιωματικό- το Μάιο του 1968, πέντε μήνες δηλαδή μετά το οπερετικό βασιλικό αντιπραξικόπημα. «Σκιαγράφησε τον Παπαδόπουλο σαν πολύ καλό αξιωματικό, που ονειρεύεται να γίνει ο μέγας αναδημιουργός της νέας Ελλάδας» (σελ. 93). Και όλα αυτά τα έλεγε ο Γκλίξμπουργκ στον βρετανό πρωθυπουργό Ουίλσον!

4. Περί χορηγίας

Στις επίμονες ερωτήσεις να αναλύσει τους πόρους του στο εξωτερικό, όταν έφυγε από την Ελλάδα, το 1967, ο Γκλίξμπουργκ αποσιωπά το γεγονός ότι η χούντα κατέβαλε κανονικά τη χορηγία του: «Σας το ξαναείπα... Με βοήθησαν αρχικώς οι συγγενείς μας και στη συνέχεια έκανα κάποιες κινήσεις που μου εξασφάλισαν τα προς το ζην».

* Αλλο ψέμα. Μόλις δέκα μέρες μετά το αντιπραξικόπημα του Δεκεμβρίου 1967 και ενώ ο Γκλίξμπουργκ είχε ήδη εγκατασταθεί στη Ρώμη, το πρώτο που κάνει είναι να συνεννοηθεί με τη χούντα για τη χορηγία. Μας διαφωτίζει και πάλι ο Λεωνίδας Παπάγος: «Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 1967. Τα νέα που φέρνει ο Ποταμιάνος δεν είναι σημαντικά. Μεταφέρει τις αγαθές προθέσεις του Παπαδόπουλου και τη διαβεβαίωση ότι ένα μέρος της χορηγίας του Βασιλέως θα καταβάλλεται στο εξωτερικό, ώστε να αντιμετωπίζονται οι άμεσες οικονομικές δαπάνες της βασιλικής οικογένειας» (σελ. 55).

Ο Παπάγος σπεύδει στην Αθήνα για να κανονίσει τις λεπτομέρειες και συναντιέται με τον Παπαδόπουλο: «Μού είπε (ο Παπαδόπουλος) ότι θα παράσχει κάθε διευκόλυνση που θέλει ο Βασιλεύς. Να αποσταλεί το αυτοκίνητό του, τα πράγματά του και όσα του χρειάζονται από τη βασιλική χορηγία» (σελ. 59).

Λίγες μέρες αργότερα όλα τακτοποιούνται: «Οι αρμόδιες υπηρεσίες ενέκριναν να εξαχθεί συνάλλαγμα 25.000 δολαρίων από τη χορηγία για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο» (σελ. 64).

5. Περί ονόματος

Ο Γκλίξμπουργκ ισχυρίζεται ότι του αρνήθηκαν ότι είναι Ελληνας:

«Τι έγινε ξαφνικά και νομοθετούν ότι δεν είμαι Ελληνας; Δεν υπάρχει για τον Ελληνα μεγαλύτερη προσβολή από το να του πουν ότι δεν είναι Ελληνας».

* Ο ισχυρισμός αυτός είναι αστήρικτος. Κανένας δεν είπε ότι δεν είναι Ελληνας. Ο νόμος του 1994 απλώς προβλέπει ότι προκειμένου να πάρει διαβατήριο ο Γκλίξμπουργκ πρέπει -όπως και κάθε Ελληνας πολίτης- να δηλώσει κάποιο επώνυμο. Αυτό είναι που προσπαθεί να αποφύγει ο Γκλίξμπουργκ. Το σημείο αυτό του νόμου θεωρήθηκε θεμιτό από την Επιτροπή του Στρασβούργου, εφόσον συμβαδίζει με την αρχή της ισότητας.

6. Περί Mon Repos

Μεταξύ των άλλων, ο Γκλίξμπουργκ ισχυρίζεται ότι έχει αφήσει στο κράτος το Mon Repos.

* «Αυτά που ήταν του κράτους έμειναν κανονικά στο κράτος. Τα πρώην ανάκτορα -νυν προεδρικό μέγαρο- το παλιό ανάκτορο της πόλης της Κερκύρας -το οποίο δεν ξέρω πώς το αποκαλούν τώρα...».

Ομως το Mon Repos είναι ένα από τα τρία ακίνητα που διεκδικεί ως «βασιλική περιουσία».

Την ίδια ώρα που έλεγε αυτά ο Γκλίξμπουργκ, οι δικηγόροι του παρέδιδαν τις προτάσεις τους στο ΕΔΔΑ, όπου περιλαμβάνεται φυσικά το Mon Repos.

7. Περί δικαίωσης

Ο Γκλίξμπουργκ ισχυρίζεται ότι με την απόφαση του δικαστηρίου δικαιώθηκε πλήρως και ότι να του δώσουν πίσω «το σπίτι του».

* Μάλιστα απ' ό,τι φαίνεται τη θέση αυτή συμμερίζεται και ο κ. Λάλας, ο οποίος τον ρωτάει για ποιο λόγο «δεν σας δίνουν το σπίτι σας». Η απάντηση του Γκλίξμπουργκ είναι στο γνωστό μισοκακόμοιρο ύφος: «Δεν ξέρω, ρωτήστε την κυβέρνηση. Διότι για να μη σου δίνουν το σπίτι σου, πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος. Αφού το Δικαστήριο λέει ότι όντως είναι δικό μου, γιατί δεν μου το δίνουν; Ποιος είναι ο λόγος;»

Πρόκειται για εσκεμμένη παραπληροφόρηση. Το ευρωπαϊκό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο νόμος του 2215/1994 δεν παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την έννοια ότι προκύπτει δημόσια ωφέλεια από την εφαρμογή του (Απόφαση 23/11/2000, παρ. 88).

Η κατάληξη δηλαδή του δικαστηρίου δεν είναι ότι πρέπει να του επιστραφεί η περιουσία. Αυτό που αποφασίστηκε είναι ότι έπρεπε να είχε λάβει κάποια αποζημίωση. Αρα θέμα επιστροφής δεν τίθεται. Το μόνο που εκκρεμεί ακόμα είναι ο προσδιορισμός της αποζημίωσης.

8. Περί φόρων

Στην ερώτηση-πάσα «Φόρους χρωστάτε τώρα;», ο Γκλίξμπουργκ έχει τη δυνατότητα να απαγγείλει ένα λογύδριο: «Ούτε έναν. Αν θέλετε, έχω εδώ όλα τα χαρτιά από την εφορία και μπορώ να σας το αποδείξω. Αποδεικνύουν ότι δεν έχω καμιά οφειλή απέναντι στο ελληνικό Δημόσιο πια. Προχθές ήρθε πάλι ένα χαρτί από την εφορία που λέει ότι δεν χρωστάω».

* Ομως κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι ο Γκλίξμπουργκ οφείλει φόρους. Αυτό που ισχυρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση είναι ότι οι φορολογικές απαλλαγές και τα άλλα προνόμια στα οποία στηρίχθηκε η συσσώρευση της λεγόμενης βασιλικής περιουσίας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της και τον υπολογισμό της αξίας της.

Το ευρωπαϊκό δικαστήριο αποδέχθηκε εν μέρει αυτό το συλλογισμό, διατυπώνοντας τη θέση ότι: «Τα προνόμια που έχουν παρασχεθεί κατά το παρελθόν στη βασιλική οικογένεια, καθώς και οι φορολογικές απαλλαγές και οι διαγραφές όλων των φόρων της, δεν έχουν άμεση σχέση με το ζήτημα της αναλογικότητας, αλλά θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να γίνει μια ορθή αποτίμηση των αξιώσεων των προσφευγόντων» (Απόφαση 23/11/2000, παρ. 99).

9. Περί συμφωνίας του 1988

Εκτός από το Γεώργιο Παπανδρέου, τον οποίο εμφανίζει περίπου ως κολλητό του, ο Γκλίξμπουργκ επικαλείται ως τελειωμένη και τη συμφωνία του με τον Αντρέα:

* «Πρόθυμα ανταποκρίθηκε ο Παπανδρέου. (...) Πήγαν δικοί μου άνθρωποι και είδαν τον κύριο Κασιμάτη, τον κ. Τσοβόλα... Αρχισε δηλαδή μια σοβαρή, καλή τη πίστει, προσπάθεια και από τις δύο πλευρές. Κράτησε χρόνια αυτή η δουλειά, γύρω στα τριάμισι, τέσσερα χρόνια. Στο τέλος η λύση βρέθηκε και φτιάξαμε ένα συμβόλαιο, το οποίο επρόκειτο να υπογραφεί μια Πέμπτη. Την Τετάρτη ο Παπανδρέου έπαθε το πρώτο επεισόδιο με την υγεία του».

Πρόκειται για ένα ακόμα μύθευμα, το οποίο δεν μπορεί βέβαια να διαψεύσει ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ. Πάντως, κατά τον κ. Κασιμάτη, τον οποίο επικαλείται ο Γκλίξμπουργκ, δεν υπήρχε κανένα «συμβόλαιο» το 1988. Είχαν διατυπωθεί κάποιες σκέψεις, οι οποίες όμως δεν είχαν καν μονογραφηθεί, όπως γίνεται όταν επίκειται συμφωνία.

10. Περί 615 δισ. δρχ.

Εκεί που διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ο Γκλίξμπουργκ είναι όταν ακούει ότι το ποσό που διεκδικεί εγγίζει τα 615 δισ.

* «Αυτό που για μένα είναι σκάνδαλο είναι από πού βγήκε αυτή η φήμη για τα 615 δισ. (...) Η πρώτη φορά που βγήκε ήταν όταν κέρδισα παμψηφεί βάσει αποφάσεως της Επιτροπής της Ευρώπης. Μου φαίνεται ότι το είχε γράψει κάποια εφημερίδα. (...) Δημιουργήθηκε σκάνδαλο. Και βεβαίως είναι σκάνδαλο. Εφόσον δεν τα ζήτησα, όμως, το σκάνδαλο είναι διπλό. Αισθάνομαι ότι υπάρχει μια υποχρέωση να ερευνηθεί το πώς βγήκε αυτό το ποσό. Ξέρετε, όλη αυτή η δουλειά είναι προπαγάνδα η οποία θυμίζει Γκέμπελς».

Ο κ. Γκλίξμπουργκ θεωρεί «σκάνδαλο» το ποσό των 615 δισ., αλλά θεωρεί πολύ φυσικό το ποσό των 168 δισ. που υπολογίζει η έκθεση των δικών του εκτιμητών για την περιουσία. Πρόκειται για την έκθεση Moore Stephens, την οποία υπέβαλε στο δικαστήριο και στην οποία εκτός από το Mon Repos και το Πολυδένδρι περιλαμβάνονται μόνο τα 3.900 στρέμματα του Τατοΐου. Αν συνυπολογιστεί και το υπόλοιπο Τατόι (που φτάνει συνολικά τα 42.000 στρέμματα) και με δεδομένο ότι αυτά τα 3.900 είναι το «φιλέτο», διότι δεν είναι δασική έκταση, προκύπτει ο αριθμός των 615 δισ. Κατά συνέπεια, το ποσό αυτό δεν είναι καθόλου αυθαίρετο.

Εξάλλου, το χρησιμοποίησαν κυρίως οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης για να αποδείξουν πόσο άστοχοι ήταν οι κυβερνητικοί χειρισμοί. Τον «Γκέμπελς», δηλαδή, πρέπει να τον ψάχνει δίπλα του ο κ. Γκλίξμπουργκ.

* Οσο για το υπόλοιπο Τατόι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκκρεμεί στο ευρωπαϊκό δικαστήριο η υπόθεση του «Εθνικού Δρυμού Τατοΐου», δηλαδή του Ιδρύματος, το οποίο συγκροτήθηκε με το νόμο του 1992 και στο οποίο ανήκει το υπόλοιπο Τατόι, έπειτα από παραχώρηση του Γκλίξμπουργκ: «Το μεγαλύτερο κομμάτι το έκανα Ιδρυμα για να έχει ο λαός της Αττικής πράσινο», λέει ο ίδιος στο «Βήμα».

* Αλλά βέβαια φρόντισε σ' αυτό το Ιδρυμα να ελέγχει το Διοικητικό του Συμβούλιο, κρατώντας για τον εαυτό του (και τους γιους του) το δικαίωμα βέτο σε κάθε μεταβολή. Το Ιδρυμα αυτό καταργήθηκε, μαζί με την ακύρωση του νόμου, όμως είναι άγνωστη η τύχη της σχετικής προσφυγής στο ευρωπαϊκό δικαστήριο.

Αυτές όλες οι «λεπτομέρειες», στις οποίες εμφανίζεται να ψεύδεται ανενόχλητος ο τέως, θα αρκούσαν για να επιβεβαιωθεί η συνεχιζόμενη τακτική του. Αυτή τη φορά δεν αμφισβητεί ευθέως το καθεστώς και το πολίτευμα. Αμφισβητεί, όμως, την αξιοπιστία των ελληνικών κυβερνήσεων και των ελληνικών δικαστηρίων. Και αυτός καλά κάνει από μέρους του, εφόσον βλέπει ότι η τακτική αποδίδει στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.

Ομως από την πλευρά του ελληνικού κράτους, η υπόθεση είναι ακόμα ανοιχτή. Από νομική άποψη, οι εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης στο Στρασβούργο έκαναν το καλύτερο δυνατό, στο πλαίσιο των δυσκολιών που προκύπτουν από τις ιστορικές παλινωδίες της ελληνικής διοίκησης (με επικεφαλής τους καθηγητές Δημήτρη Τσάτσο και Νίκο Αλιβιζάτο, οι οποίοι πήραν και το λόγο στη δημόσια ακρόαση, μαζί με τον συνάδελφό τους Ντέιβιντ Πάνικ).

Αυτό που μένει είναι να παρθεί μια θαρραλέα πολιτική πρωτοβουλία, η οποία θα επισφραγίσει το γεγονός ότι «βασιλική περιουσία» πλέον δεν υπάρχει.

Σύμφωνα με την απόφαση του Στρασβούργου, δεν υπάρχει περίπτωση επιστροφής ακινήτων. Κατά συνέπεια, αυτό που μένει, είναι να τολμήσει η ελληνική κυβέρνηση να κάνει αυτό που προβλέπει ο ισχύων νόμος του 1994, δηλαδή να χρησιμοποιήσει προς «δημόσια ωφέλεια» τη λεγόμενη βασιλική περιουσία. Το πρώτο που θα μπορούσε να γίνει είναι να αξιοποιηθεί το Τατόι, με τα πολλά κτίσματα και τη δασική έκταση που τα περιβάλλει.

Μπορεί πολύ εύκολα να γίνει ένα εξαιρετικό πάρκο αναψυχής, και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, κάτι που δεν υπάρχει σε ολόκληρη την Αττική.

Μέχρι σήμερα ο χώρος αυτός περιβάλλεται από ένα ταμπού, σε σημείο που η κυβέρνηση προτίμησε να απαλλοτριώσει γειτονική έκταση για τη δημιουργία του Ολυμπιακού Χωριού, παρά να θίξει το Τατόι. Η αξιοποίηση του Τατοΐου θα είναι και η καλύτερη απάντηση στις κραυγές του Γκλίξμπουργκ για το «σπίτι του». Θα δουν επιτέλους όλοι οι Αθηναίοι αυτό το «σπίτι», όπως είδαν οι Κερκυραίοι το Mon Repos, και θα πράξουν ανάλογα.
(Ελευθεροτυπία, 8/7/2001)


ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΚΛΙΞΜΠΟΥΡΓΚ

Πόσο πάει η κορόνα;


ΓΙΑ ΝΑ συγκεντρωθούν όλα αυτά τα ακίνητα, τα χρήματα και τα αντικείμενά «του» που διεκδικεί σήμερα ο Γκλίξμπουργκ απαιτήθηκαν πολλές προσπάθειες των προκατόχων του και του ίδιου επί πολλές δεκαετίες.

Κοινό χαρακτηριστικό των βασιλιάδων μας ήταν ότι δεν άφηναν ούτε πενηνταράκι να πέσει κάτω. Μέχρις ακραίου σημείου: Ο Κωνσταντίνος Α' πήρε, για παράδειγμα, χορηγία για τα χρόνια της εξορίας του (1917-1920), παρά το γεγονός ότι ο γιος του ο Αλέξανδρος, ο οποίος τον είχε αντικαταστήσει, εισέπραττε κανονικά και άλλη χορηγία κατά το διάστημα της βασιλείας του. Ας σημειωθεί ότι ο νόμος που πρόβλεπε αυτή τη χορηγία (2625/1921) φέρει την υπογραφή του ίδιου του δικαιούχου, δηλαδή του Κωνσταντίνου, από το Μέτωπο της Μικράς Ασίας, όπου βρέθηκε για να επιθεωρήσει τον ελληνικό στρατό τις παραμονές της κρίσιμης μάχης του Σαγγάριου!

Σύμφωνα μ' αυτό το νόμο, η ετήσια χορηγία για το βασιλιά οριζόταν σε 3.300.000 δρχ. Λίγους μήνες αργότερα, και μετά την πολιτειακή μεταβολή, η ετήσια αποζημίωση του προέδρου της Δημοκρατίας οριζόταν σε 750.000 δρχ. (22/7/1924). Ανώτατοι άρχοντες δύο ταχυτήτων!

Είναι γεγονός ότι η οικονομική επιβάρυνση του δημόσιου ταμείου από τα υπερβολικά έξοδα της βασιλείας ήταν ένα από τα βάσιμα επιχειρήματα του αντιβασιλικού ρεύματος σε όλο τον 20ό αιώνα. Οπως παρατηρεί ο Ζαν Μεϋνώ, στην κλασική του μελέτη, «εάν δώσουμε πίστη σε πρόσφατη δήλωση του υπουργού των Οικονομικών την οποία πρέπει να θεωρούμε σαν μια ελάχιστη εκτίμηση, το σύνολο των δαπανών που υφίσταται από το λόγο αυτό ο Δημόσιος Προϋπολογισμός ανέρχεται σε 19.500.000 δρχ. Αν ληφθεί υπόψη η φτώχεια της Ελλάδας πρόκειται για ένα ποσό που οπωσδήποτε είναι σημαντικό και είναι πιθανόν ότι η εφαρμογή ενός προγράμματος βασιλικής λιτότητας να επέτρεπε την εξοικονόμηση ενός σημαντικού τμήματος αυτών των κονδυλίων» (σελ. 346).

Ανάλογα με την περίοδο, οι παροχές προς τα μέλη της βασιλικής οικογένειας έπαιρναν και μεγαλύτερες διαστάσεις. Την επαύριο της δικτατορίας, οι Απριλιανοί προσφέρουν στον Γκλίξμπουργκ αύξηση της χορηγίας, ως δείγμα της ευγνωμοσύνης τους για την υποστήριξή του.

Το αποκαλύπτει ο Λεωνίδας Παπάγος, όταν περιγράφει την πρώτη του συνάντηση ως αυλάρχης του τέως με τον Παπαδόπουλο στις 18 Μαΐου 1967: «Μου μίλησε περί του ανεπαρκούς της βασιλικής χορηγίας, λέγοντας ότι θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια περί αυτού. Το τελευταίο αυτό σημείο έθιξαν όλοι οι συνομιλητές μου εκείνο το πρωί, ώστε είναι ηλίου φαεινότερο ότι θα είχε προηγηθεί κάποια συνεννόηση για να φανεί ευάρεστη η κυβέρνηση στον Βασιλέα» (σελ. 4). Λίγες μέρες αργότερα, τα ίδια θα του πει κι ο Μακαρέζος:

«Μου θίγει κι αυτός το ζήτημα της ανάληψης των δαπανών του Βασιλέως για μισθούς, κ.λ.π., από την κυβέρνηση. Τούτο θα επιφέρει μεγάλη ανακούφιση στα οικονομικά του Βασιλέως, χωρίς να αυξηθεί η χορηγία» (σελ. 10).

Οπως αναφέρουμε σε διπλανές στήλες, ο Γκλίξμπουργκ εξακολουθούσε να παίρνει τη χορηγία από τους δικτάτορες, ακόμα και μετά το αποτυχημένο του αντιπραξικόπημα και τη φυγή του στο εξωτερικό.

Επέμενε, μάλιστα, να την παίρνει, παρά το γεγονός ότι του υποδείκνυαν να την αρνηθεί, για να δείξει ότι δεν ταυτίζεται με το δικτατορικό καθεστώς. Στις 19 Νοεμβρίου 1970 ο καθηγητής Αγγελος Αγγελόπουλος το πρότεινε να καλέσει τους πολιτικούς να συνεννοηθούν και να παραιτηθεί από τη χορηγία. Ο Γκλίξμπουργκ τα αρνήθηκε και τα δύο. Εξίσου αρνητικός ήταν στις 18 Μαρτίου 1971, απέναντι σε παρόμοια πρόταση του πρέσβη της Ιταλίας στην Αθήνα Ορλάντι.

Στις αρχές του 1972 ο υπεύθυνος επιμελητείας του Γκλίξμπουργκ Σοφοκλής Παπανικολάου και ο αυλάρχης Παπάγος διαπιστώνουν ότι οι δαπάνες της οικογένειας στο εξωτερικό υπερβαίνουν το ποσοστό της χορηγίας που τους έστελνε η χούντα. Κανένα πρόβλημα! Ο Παπανικολάου αναλαμβάνει να στέλνει και ένα συμπληρωματικό ποσό επιπλέον, από μη κατονομαζόμενη πηγή (σελ. 458).



ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Νίκος Αλιβιζάτος «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση. 1922-1974» (μετ. Βενετία Σταυροπούλου, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1983). Η διατριβή του γνωστού συνταγματολόγου, ο οποίος -μαζί με το Δημήτρη Τσάτσο- υπερασπίζεται την ελληνική κυβέρνηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέναντι στον Γκλίξμπουργκ.

Λεωνίδας Παπάγος «Σημειώσεις 1967-1977» (εκδ. Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1999). Εξαιρετικά ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό το ημερολόγιο του αυλάρχη του Κωνσταντίνου, μας ενημερώνει για τις πραγματικές δραστηριότητες του έκπτωτου μονάρχη κατά την περίοδο της δικτατορίας, πριν και μετά το αντιπραξικόπημά του.

Ζαν Μεϋνώ «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα» (συνεργασία Π. Μερλόπουλου και Γ. Νοταρά, εκδ. Σπουδές Πολιτικής Επιστήμης, Αθήνα 1966). Η κλασική μελέτη για το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο της προδικτατορικής Ελλάδας περιλαμβάνει σημαντικά στοιχεία για το ρόλο των ανακτόρων. Περιλαμβάνονται οι περιβόητες επιστολές που αντάλλαξαν Κωνσταντίνος και Γ. Παπανδρέου.

European Court of Human Rights «Case of the former King of Greece v. Greece» (Application 25701/94, Strassbourg, 23/11/2000). Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τη λεγόμενη βασιλική περιουσία. Δικαιώνει εν μέρει τον τέως, αλλά δέχεται και ορισμένα επιχειρήματα της ελληνικής κυβέρνησης. Με την απόφαση αυτή, πάντως, κλείνει το ενδεχόμενο «επιστροφής» των ακινήτων.

Hellenic Republic «Further Observations on Admissibility» (Athens 4/4/1998). Ενα από τα υπομνήματα της ελληνικής κυβέρνησης με πολύ ενδιαφέρουσες ιστορικές, πολιτικές και νομικές παρατηρήσεις για το ζήτημα της λεγόμενης βασιλικής περιουσίας.

European Court of Human Rights «Case of the former King of Greece v. Greece» (Verbatim Record, 14/6/2000). Τα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με τις αγορεύσεις του λόρδου Λέστερ (εκ μέρους του τέως) και των καθηγητών Τσάτσου, Αλιβιζάτου και του κ. Πάνικ (εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης).
(Ελευθεροτυπία, 8/7/2001)