Παρασκευή 6 Απριλίου 2007

Μ. Παρασκευή

Μ. Παρασκευή

Ότε εκ του ξύλου...
Διεύθυνση: Κ. Μπιλάλης-Αθ. Παπαθανασίου

Σε τον αναβαλλόμενον...
Διεύθυνση: Κ. Μπιλάλης-Αθ. Παπαθανασίου

Εγκώμια: Α' Στάση
Εκκλησιαστική Βυζαντινή Χορωδία «ΚΑΛΟΦΩΝΑΡΗΔΕΣ»
Διεύθυνση: Γ. Ρεμούνδος

Εγκώμια: Β΄ Στάση
Εκκλησιαστική Βυζαντινή Χορωδία «ΚΑΛΟΦΩΝΑΡΗΔΕΣ»
Διεύθυνση: Γ. Ρεμούνδος

Εγκώμια: Γ΄ Στάση
Εκκλησιαστική Βυζαντινή Χορωδία «ΚΑΛΟΦΩΝΑΡΗΔΕΣ»
Διεύθυνση: Γ. Ρεμούνδος

1 σχόλιο:

diplomate είπε...

Ανδρέας Θεοδώρου

Ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος
Ὕμνοι στὸ πρωτότυπο καὶ σὲ μετάφραση Ἀνδρέα Θεοδώρου

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος»,
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας


Μεγάλη Παρασκευή

«Διὰ Λαζάρου τὴν ἔγερσιν, Κύριε, τὸ Ὡσαννὰ σοι ἐκραύγαζον παῖδες τῶν Ἑβραίων, φιλάνθρωπε• ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι».

Γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, Κύριε, τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων, σοῦ φώναζαν: Ὡσαννὰ (σῶσε μας), φιλάνθρωπε• ὁ παράνομος ὅμως Ἰούδας δὲ θέλησε νὰ ἐννοήσει, νὰ συνετιστεῖ.

***

«Κύριε, ἐπὶ τὸ πάθος τὸ ἑκούσιον παραγενόμενος, ἐβόας τοῖς μαθηταῖς σου• Κἄν μίαν ὥραν οὐκ ἰσχύσατε ἀγρυπνῆσαι μετ' ἐμοῦ, πῶς ἐπηγγείλασθε ἀποθνήσκειν δι' ἐμέ; κἄν τὸν Ἰούδαν θεάσασθε, πῶς οὐ καθεύδει, ἀλλά σπουδάζει προδοῦναί με τοῖς παρανόμοις• Ἐγείρεσθε, προσεύξασθε, μὴ τίς με ἀρνήσηται βλέπων με ἐν τῷ σταυρῷ. Μακρόθυμε δόξα σοι».

Κύριε, ὅταν ἔφθασες στὸ ἑκούσιο πάθος σου, φώναξες στοὺς μαθητές σου: Ἀφοῦ δὲν μπορέσατε μιὰ ὥρα ν' ἀγρυπνήσετε μαζί μου, πῶς ὑποσχεθήκατε νὰ πεθάνετε γιὰ μένα; Τουλάχιστον κοιτάξτε τὸν Ἰούδα πὼς δὲν κοιμᾶται, ἀλλ' ἐνεργεῖ γρήγορα νὰ μὲ προδώσει στοὺς παρανόμους. Σηκωθεῖτε καὶ προσευχηθεῖτε, κανένας νὰ μὴ μὲ ἀρνηθεῖ, βλέποντάς με ἐπάνω στὸ σταυρό. Μακρόθυμε, δόξα σοι.

***

«Ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον γυμνὸς εἰς κρίσιν ἵστατο καὶ ἐν σιαγόνι ράπισμα ἐδέξατο ὑπὸ χειρῶν ὧν ἒπλασεν• ὁ δὲ παράνομος λαὸς τῷ σταυρῷ προσήλωσε τὸν Κύριον της δόξης• τότε τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη• ὁ ἥλιος ἐσκότασε, μὴ φέρων θεάσασθαι Θεὸν ὑβριζόμενον, ὅν τρέμει τὰ σύμπαντα. Αὐτὸν προσκυνήσωμεν».

Αὐτός, ποὺ ντύνεται τὸ φῶς σὰν ἱμάτιο, στεκόταν γυμνὸς γιὰ νὰ δικαστεῖ καὶ στὸ σαγόνι του δέχτηκε ράπισμα ἀπὸ τὰ χέρια, ποὺ ὁ ἲδιος ἔπλασε• ὁ παράνομος ὅμως λαὸς κάρφωσε στὸ σταυρὸ τὸν Κύριο τῆς δόξης. Τότε τὸ παραπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε, καὶ ὁ ἥλιος σκοτίστηκε μὴ ἀνεχόμενος νὰ βλέπει Θεὸ ὑβριζόμενο, τὸν ὁποῖο τρέμουν τὰ σύμπαντα. Αὐτὸν ἂς προσκυνήσουμε.

***

«Ὃν πάντα φρίσσει καὶ τρέμει καὶ πᾶσα γλῶσσα ὑμνεῖ, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν, οἱ ἱερεῖς ἐρράπισαν καὶ ἔδωκαν αὐτῷ χολὴν• καὶ πάντα παθεῖν κατεδέξατο, σῶσαι θέλων ἡμᾶς ἐκ τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν τῷ ἰδίῳ αἵματι, ὡς φιλάνθρωπος».

Αὐτὸν ποὺ τρέμουν ὅλα τὰ ὄντα καὶ κάθε γλώσσα ὑμνεῖ, τὸ Χριστό, τὴ δύναμη καὶ σοφία τοῦ Θεοῦ, οἱ ἱερεῖς ράπισαν καὶ τοῦ ἔδωσαν νὰ πιεῖ χολή. Καὶ ὅλα καταδέχτηκε νὰ τὰ πάθει, θέλοντας νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὶς ἀνομίες μας μὲ τὸ ἲδιο του τὸ αἷμα, ὡς φιλάνθρωπος.

***

«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανον ἐν νεφέλαις. 'Ράπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχη ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τὰ πάθη, Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἒνδοξόν σου ἀνάστασιν».

Σήμερα κρεμᾶται ἐπάνω στὸ ξύλο Ἐκεῖνος ποὺ κρέμασε τὴ γῆ πάνω στὰ ὕδατα. Στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια φοράει στὴν κεφαλή, Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀγγέλων. Ντύνεται μὲ ψεύτικη πορφύρα (βασιλικὸ ἱμάτιο), αὐτὸς ποὺ περιβάλλει τὸν οὐρανὸ μὲ σύννεφα. Δέχτηκε ράπισμα, Ἐκεῖνος ποὺ στὸν Ἰορδάνη (διὰ τοῦ βαπτίσματός του) ἐλευθέρωσε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸ δεσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Μὲ καρφιὰ καρφώθηκε ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ λόγχη κεντήθηκε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμε τὰ πάθη σου Χριστέ. Δεῖξε σέ μᾶς καὶ τὴν ἔνδοξή σου Ἀνάσταση.

***

«Τὸν νῶτόν μου ἔδωκα εἰς μαστίγωσιν, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπεστράφη ἀπὸ ἐμπτυσμάτων• βήματι Πιλάτου παρέστην καὶ σταυρὸν ὑπέμεινα διὰ τὴν τοῦ κόσμου σωτηρίαν».

Τὰ νῶτα μου ἔδωσα νὰ τὰ μαστιγώσουν, καὶ τὸ πρόσωπό μου δὲν ἀπόστρεψα, ὥστε ν' ἀποφύγει τὰ ἐμπτύσματα• στάθηκα κατηγορούμενος στὸ βῆμα τοῦ Πιλάτου καὶ ὑπέμεινα τὸ σταυρικὸ πάθος γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.

***

«Ἐπὶ ξύλου βλέπουσα κρεμάμενον, Χριστέ, σὲ τὸν πάντων κτίστην καὶ Θεὸν ἡ σὲ ἀσπόρως τεκοῦσα, ἐβόα πικρῶς• Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος ἒδυ τῆς μορφῆς σου; οὐ φέρω καθορᾶν σε ἀδίκως σταυρούμενον• σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι, ὅπως ἲδω κἀγὼ σοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερον ἐξανάστασιν».

Βλέποντάς σε, Χριστέ, τὸν Κτίστη καὶ Θεό, ἡ Μητέρα σου, ἡ ὁποία σὲ γέννησε χωρὶς σπορὰ ἀντρική, νὰ κρέμεσαι ἐπάνω στὸ σταυρό, φώναξε πικρά: Υἱέ μου, ποῦ ἔσβησε τὸ κάλλος τῆς μορφῆς σου; Δὲν ἀντέχω νὰ σὲ βλέπω νὰ σταυρώνεσαι ἂδικα• σπεῦσε λοιπὸν ν' ἀναστηθεῖς, γιὰ νὰ δῶ κι ἐγὼ τὴν τριήμερη ἐκ τῶν νεκρῶν σου Ἀνάσταση.

***

«Σήμερον ὁ Δεσπότης τῆς κτίσεως παρίσταται Πιλάτῳ καὶ σταυρῷ παραδίδοται ὁ κτίστης τῶν ἁπάντων ὡς ἀμνὸς προσαγόμενος τῇ ἰδίᾳ βουλήσει• τοῖς ἥλοις προσπήγνυται καὶ τὴν πλευρὰν κεντᾶται καὶ τῷ σπόγγω προσψαύεται ὁ μάννα ἐπομβρήσας• τὰς σιαγόνας ραπίζεται ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου καὶ ὑπὸ τῶν ἰδίων δούλων ἐμπαίζεται ὁ πλάστης τῶν ἁπάντων. Ὢ Δεσπότου φιλανθρωπίας! ὑπὲρ τῶν σταυρούντων παρεκάλει τὸν ἴδιον Πατέρα, λέγων• Ἄφες αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην• οὐ γὰρ οἴδασιν οἱ ἄνομοι, τί ἀδίκως πράττουσιν».

Σήμερα ὁ Δεσπότης τῆς κτίσης παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου καὶ παραδίδεται σὲ σταυρικὸ θάνατο ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων, ὡς ἀμνὸς (ἀρνίο) ποὺ ὁδηγεῖται σὲ σφαγὴ μὲ τὴ δική του βούληση• καρφώνεται μὲ καρφιὰ καὶ κεντᾶται τὴν πλευρὰ καὶ ἀγγίζεται (στὸ στόμα) μὲ σπόγγο, αὐτὸς ποὺ ἔβρεξε στὴν ἔρημο τὸ μάννα• δέχεται ράπισμα στὴ σιαγόνα ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου καὶ ἀπὸ τοὺς δικούς του δούλους ἐμπαίζεται ὁ Πλάστης τῶν ὅλων. Ὢ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Δεσπότη! Ὑπὲρ τῶν σταυρωτῶν παρακαλοῦσε τὸ δικό του Πατέρα, λέγοντας: Συγχώρησε σ' αὐτοὺς τὴν ἁμαρτία αὐτή• γιατί δὲ γνωρίζουν οἱ ἄνομοι πόσο ἄδικα εἶναι αὐτὰ ποὺ πράττουν.